περιχόνδριο

περιχόνδριο
το, Ν
ινώδης αγγειοβριθής μεμβράνη που περιβάλλει τους χόνδρους, εκτός τών αρθρικών, και τού οποίου ο φυσιολογικός ρόλος είναι ανάλογος τού ρόλου τού περιοστέου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. perichondre (< περι-* + χόνδρος + -ιον). Η λ., στον λόγιο τ. περιχόνδριον, μαρτυρείται από το 1836 στον Δ. Α. Μαυροκορδάτο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • περιχόνδρωμα — το, Ν ανατ. το χόνδρωμα που προέρχεται από το περιχόνδριο ή από τις φλοιώδεις στιβάδες τού οστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + χόνδρωμα*] …   Dictionary of Greek

  • χονδρίτιδα — η, Ν ιατρ. φλεγμονή χόνδρου, με αφετηρία το πλούσιο σε αγγεία περιχόνδριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. chondrite < χόνδρος + κατάλ. ίτιδα*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”